- ἐπιθήκη
- ἐπιθήκηadditionfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθήκη — ἐπιθήκη, ἡ (Α) 1. προσθήκη, επαύξηση 2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος 3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών 4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα 5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην παραπάνω, επί πλέον … Dictionary of Greek
ἐπιθήκῃ — ἐπιθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκην — ἐπιθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκης — ἐπιθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκας — ἐπιθήκᾱς , ἐπιθήκη addition fem acc pl ἐπιθήκᾱς , ἐπιθήκη addition fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κἀπιθήκην — ἐπιθήκην , ἐπιθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)